- ὑπερκειμένῃ
- ὑπέρκειμαιlie aboveperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)ὑπέρκειμαιlie abovepres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερκειμένη — ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπέρκειμαι lie above pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκειμένηι — ὑπερκειμένῃ , ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ὑπερκειμένῃ , ὑπέρκειμαι lie above pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] … Dictionary of Greek
συναλληλία — η, Ν (λογ.) η ιδιότητα τών εννοιών που είναι συνάλληλες, η αμοιβαία σχέση τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ανώτερη έννοια, την υπερκειμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Λιβαδά] … Dictionary of Greek